- ἕσσων
- ἕσσων, ον, [dialect] Ion. for ἥσσων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕσσων — ἕννυμι ves fut part act masc nom sg (epic) ἥσσων inferior masc/fem nom comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐττῶν — ἐσσῶν , εἰσ σέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek